Φιλούμενοι

Φιλούμενοι
Φιλούμενος
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλούμενοι — φιλέω love pres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric) φιλόω pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπορρήγνυμι — ΜΑ συναποσπῶ* αρχ. μέσ. συναπορρήγνυμαι εκδιώκομαι με βίαιο τρόπο («συναπορρήγνυνται δὲ καὶ οἱ τούτῳ μᾱλλον τῶν ἄλλων ἀρχιερέων φιλούμενοι», Γρηγ Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπορρήγνυμι «αποκόπτω, αποσπώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”